παραγεμίζω

παραγεμίζω
παραγεμίζω, παραγέμισα, παραγεμισμένος βλ. πίν. 33
——————
Σημειώσεις:
παραγεμίζω : σπάνια η παθητική φωνή (παραγεμίζομαι).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παραγεμίζω — και παραγιομίζω 1. γεμίζω κάτι πάρα πολύ, υπερπληρώ («παραγέμισες τη βαλίτσα») 2. προσθέτω στο κυρίως φαγητό διάφορα υλικά ή αρτύματα, βάζω τη γέμιση («παραγεμίζω τα κολοκυθάκια») 3. μτφ. (σχετικά με λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο) παρενθέτω… …   Dictionary of Greek

  • παραγεμίζω — παραγέμισα, παραγεμίστηκα, παραγεμισμένος 1. μτβ., γεμίζω πολύ, υπερβολικά: Το παραγέμισες το σακί και δε δένεται. 2. κάνω φαγητό με είδη που γεμίζω: Σήμερα παραγέμισα ντομάτες και πιπεριές. 3. αμτβ., είμαι υπερβολικά γεμάτος: Παραγέμισε το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγέμισμα — το [παραγεμίζω] 1. η ενέργεια τού παραγεμίζω, υπερπλήρωση 2. υλικό ή άρτυμα με το οποίο παραγεμίζεται το κυρίως φαγητό, γέμιση 3. μτφ. υπερβολική συσσώρευση, πληθώρα περιττών στοιχείων σε λόγο, ομιλία ή γραπτό κείμενο …   Dictionary of Greek

  • γεμίζω — και γιομίζω και γιομώζω και γιομώνω (AM γεμίζω, Μ και γεμώζω και γεμώνω) 1. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο ή φορτώνω κάτι έτσι, ώστε να μη μένει καθόλου κενό («γεμίζω το ποτήρι κρασί», «σποδοῡ γεμίζων λέβητας») 2. τρώω πολύ, χορταίνω (α. «τή… …   Dictionary of Greek

  • διασάττω — (AM) παραγεμίζω, στουπώνω …   Dictionary of Greek

  • εμπληθύνομαι — ἐμπληθύνομαι (Α) παραγεμίζω με κάτι …   Dictionary of Greek

  • επιβύω — ἐπιβύω (AM) βουλλώνω, στουπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύω «παραγεμίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καργάρω — 1. γεμίζω κάτι ώς επάνω, παραγεμίζω, τυλώνω 2. τεχνολ. α) υπερφορτώνω β) σφίγγω δυνατά, τεντώνω, τεζάρω 3.ναυτ. τοποθετώ πλοίο πάνω στη ναυπηγική κλίνη για επιθεώρηση ή επισκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. cargar] …   Dictionary of Greek

  • καταγγίζω — (AM) μσν. παραγεμίζω αρχ. χύνω μέσα στο αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. εξ αγγίζω, μετ αγγίζω] …   Dictionary of Greek

  • μπουκώνω — 1. γεμίζω το στόμα κάποιου με φαγητό («όλο τό μπουκώνεις το παιδί και θα πνιγεί») 2. παρεμποδίζω λειτουργία με υπερβολική τροφοδοσία 3. υπερπληρώνω κάτι, παραγεμίζω, στουμπώνω, καργάρω 3. (αμτβ.) φράζομαι, βουλώνω, δυσλειτουργώ ή σταματώ λόγω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”